κι αν ο χρόνος γύριζε πίσω;
ροδοκόκκινες γαλοπούλες, μπολ με punch, marrons glacés στο ασημόχαρτο...
Τα Χριστούγεννα του '50 και του '60 η μεταπολεμική Ελλάδα ανακαλύπτει την ευδαιμονία –εκεί που, λένε, θα γυρίσουμε...
Τσουχτερό κρύο. "Για την Αθήνα του '58, πρωτόγνωρο.
Η ουρά, όμως, έφτανε συχνά μέχρι την αρχή της Βουκουρεστίου", ομολογεί ο Γιώργος Μπιτσόπουλος.
Τρίτη γενιά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Αριστοκρατικόν, που βρισκόταν Βουκουρεστίου 2 και στη συνέχεια Βουκουρεστίου 6, απέναντι από το Παλλάς, θυμάται τις δεκαετίες του '50-'70 σαν να ήταν χθες:
"Ο θόρυβος του τραμ, από του Γκύζη μέχρι την πλατεία Συντάγματος, διαπερνούσε τα πάντα.
Και τις μέρες των Χριστουγέννων γινόταν κοσμοσυρροή.
Κυρίες με μαντό στη σειρά για ένα κόκκινο κουτί σοκολατάκια αραπάκια, δικηγόροι για ένα ποτήρι Cinzano στα όρθια στην μπάρα του Ορφανίδη - μεγαλομπακάλικου της εποχής που έφερε πρώτο γαλλικό ζαμπόν, ροκφόρ και κονσέρβες καβούρι Chatka - , στη θέση του κοσμηματοπωλείου Καίσαρης, και νεαρές που δοκίμαζαν γαλλικό στου Zonar's, Φλόκα και Ζαχαράτου, γωνία Σταδίου και πλατείας Συντάγματος, μετά τα ψώνια της τελευταίας στιγμής.
Ηταν η εποχή των οικογενειακών πάρτι.
Μπορεί να πηγαίναμε σε σπίτια φίλων -στο καζίνο της Πάρνηθας και τα νυχτερινά κέντρα όπου τραγουδούσε ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα μόνον παραμονή Πρωτοχρονιάς, αλλά ποτέ ανήμερα των γιορτών"
Για την ακρίβεια, ήταν μια άλλη Ελλάδα:
"Από το μέσον του '50 μέχρι αρχές '70, ο κόσμος διασκέδαζε πολύ.
Δεν ήταν πλούσιος, το αντίθετο· αλλά έβγαινε περισσότερο, υπήρχε μια υπόγεια χαρά της ζωής", εξηγεί ο Φώτης Κρικζώνης, θρύλος στην μπάρα του εστιατορίου 17, που άνοιξε το 1957, συγκεντρώνοντας τους πάντες –από την Ελένη Βλάχου της Καθημερινής μέχρι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή– για ένα Βull Shot και Dry Martini, του οποίου η φήμη έφτασε μέχρι τους Νew York Times.
"Όλα φαίνονταν καινούρια και ελπιδοφόρα"
"Από το μέσον του '50 μέχρι αρχές '70, ο κόσμος διασκέδαζε πολύ.
Δεν ήταν πλούσιος, το αντίθετο· αλλά έβγαινε περισσότερο, υπήρχε μια υπόγεια χαρά της ζωής"
Ο Φρανκ Σινάτρα και ο Ελβις στο πικάπ, οι γαλοπούλες με το θερμόμετρο, που το κοινό υποδέχθηκε με τιμές αρχηγού κράτους, οι αγγλικές πουτίγκες του ζαχαροπλαστείου Ελληνικόν, τα πιροσκί του Πέτρογκραντ και του Τσίτα στη Στοά Νικολούδη, στην Πανεπιστημίου, οι τούρτες Mont Blanc με κάστανο και Saint-Honoré με σου στο Desirée μαζί με εγχώριες σαμπάνιες Cair.
Και αργότερα, τη δεκαετία του '70, τα ογκρατέν, τα σουφλέ, οι γαρίδες κοκτέιλ και τα βολοβάν με καπνιστό σολομό, εξωτικό προϊόν στην αστική Αθήνα, λεπτοκομμένο για πρώτη φορά στο μπακάλικο των αδελφών Βασιλόπουλου, στη Σταδίου.
Στα βιβλιοπωλεία, ιλουστρασιόν επανεκδόσεις του Τσελεμεντέ και της νέας ελληνικής κουζίνας της Χρύσας Παραδείση και της Σοφίας Σκούρα, και στα περίπτερα τα τεύχη της Γυναίκας, που έδιναν συμβουλές για χριστουγεννιάτικο μπουφέ κατά το αμερικανικό στυλ, ενώ τα ισόγεια του Ακρον-Ιλιον-Κρυστάλ, του Λαμπρόπουλου και του Μινιόν ήταν ασφυκτικά γεμάτα με χριστουγεννιάτικα δέντρα και μπάλες από Γαλλία και Ιταλία.
"Σήμερα, φαίνονται όλα σαν να άλλαξαν μέσα σε μία στιγμή.
Από τη δεκαετία του '50, όμως, όπου οι αναμνήσεις του πολέμου ήταν ακόμα έντονες, μέχρι τη δεκαετία του '70 χρειάστηκε χρόνος –και πείσμα– για να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της», εξηγεί ο Κώστας Φιλίππου.
Ο ίδιος ήταν ακόμα παιδί στην μπακαλοταβέρνα που ξεκίνησε το 1923 ο παππούς του από το Διχώρι Φωκίδας στη Δεξαμενή, στον περιφερειακό Λυκαβηττού, όταν ήταν ακόμα χωματόδρομος, αλλά θυμάται τις κατσαρόλες του στρατού με την κοτόσουπα που έβγαινε τα μεσημέρια της Παραμονής, το φρικασέ, τους λαχανοντολμάδες, μεγάλη επιτυχία και σήμερα, τα γιουβαρλάκια και τον πατσά για τους ξενύχτηδες που έρχονταν την επομένη από το ρεβεγιόν του Χίλτον και του Μεγάλη Βρετανία.
"Ηταν ένας κόσμος που ήθελε να ζει".........
Με λίγα και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καλά. - ένα όμορφο κείμενο της Ρόζα Κράμερη που μου άρεσε...