Herbal Medicine-Βοτανοθεραπεία Από την αρχαιότητα,τα βότανα εκτιμήθηκαν για τις αναλγητικές και θεραπευτικές τους ικανότητες. Σήμερα ένα ποσοστό περίπου 75% των φαρμάκων μας βασίζονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών. Οι κοινωνίες μας, διά μέσου των αιώνων, ανέπτυξαν τις δικές τους παραδόσεις για να καταφέρουν να κατανοήσουν τα φαρμακευτικά φυτά και τις χρήσεις τους. Κάποιες από αυτές τις παραδόσεις και τις ιατρικές πρακτικές μπορεί να μας φαίνονται παράδοξες και μαγικές, ενώ κάποιες άλλες λογικές και ορθολογιστικές, όλες τους όμως είναι προσπάθειες να ξεπεραστούν οι ασθένειες και ο πόνος και στο τέλος-τέλος να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής. Αυτά με λίγα λόγια ορίζουν την βοτανοθεραπεία.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εύη Βουτσινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εύη Βουτσινά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Αυτάρκεια - συκομυζήθρα, μια γεύση που μας έρχεται από τα βάθη των αιώνων

Θέλω να σας πω μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή απ’ αυτές που γοητεύουν- εμένα τουλάχιστον. 
Πριν από λίγα χρόνια μιλούσα με μια ηλικιωμένη κυρία από ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας κοντά στην Καλαμάτα. 
Για φαγητά μιλούσαμε βεβαίως κι εκείνη μου αφηγούνταν με μια φιλοσοφημένη ημεράδα που χαρίζει η ωριμότητα, ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια: 
"Μεγάλη οικογένεια ήμασταν, εφτά παιδιά μαζί με μένα, οι γονείς και η γιαγιά. 
Είχαμε φτώχεια, δύσκολα τα φέρναμε βόλτα, ήταν και τα χρόνια δύσκολα. 
Είχαμε μια κατσίκα και μου την έδινε η μάνα μου να πάω κάτω να τη βοσκήσω κι εγώ της έλεγα να μου δώσει ένα κύπελλο -είχαμε τότε τσίγκινα κύπελλα- για να πιω νερό αλλά εγώ είχα στο νου μου ν’ αρμέξω λίγο γάλα να το πιω. 
Η μάνα μου όμως το καταλάβαινε και δεν μου το ‘δινε γιατί αυτή το γάλα ήθελε να το μοιράσει σε όλους μας. 
Πεινούσα. 
Μάζευα κανένα χορταράκι απ’ αυτά που ήξερα και το έτρωγα. 
Είχε ένα μικρό ρεματάκι και τα έπλενα.
Αλλά τι να σου κάνουν τα χόρτα. 
Όταν γύριζα για το σπίτι και τα μαστάρια της γίδας ήταν γεμάτα γάλα, έπαιρνα ένα φύλλο που ήταν φαρδύ, από μουριά ήτανε και άρμεγα πάνω λίγο γάλα από τη γίδα. 
Πόσο ήταν τώρα αυτό το γάλα, αλλά κι εγώ παιδί ήμουνα οκτώ εννιά χρόνων μήπως μου ‘κοβε το μυαλό; 
Έκοβα ένα φύλλο από συκιά και με το κοτσανάκι του που έχει λίγο γάλα -αυτό το άσπρο που βγάζει η συκιά- ανακάτωνα το γαλατάκι πάνω στο φύλλο κι αυτό έπηζε στη στιγμή. 
Γινότανε κάτι σαν απαλό τυράκι και το έτρωγα και μου φαινότανε άλλο πράμα. 

Μια σταλιά ήταν, αφού η μάνα μου ούτε που το καταλάβαινε…".
Όταν άκουσα την ιστορία θυμήθηκα τη γιαγιά μου που έλεγε παραφράζοντας το αρχαίο ρητό: 
"Η φτώχεια τέχνη αργάζεται" και νόμισα ότι πρόκειται για μια παιδική εμμονή σαν αυτή που έχουν τα πιτσιρίκια να ρουφούν το νέκταρ από τα λουλούδια του αγιοκλήματος.
Και στα Κύθηρα
Κι όμως, σύντομα μετά το παραπάνω περιστατικό, όταν ετοίμαζα τον τέταρτο τόμο του βιβλίου μου "Γεύση ελληνική" που αναφέρεται σε συντηρημένα τρόφιμα και τα τυριά, πήρα μια μαρτυρία από την κ. Αννέττα Κασιμάτη από τα Κύθηρα η οποία μου ανέφερε ότι στο χωριό της έφτιαχνε "συκομυζήθρα": 
"Κόβαμε κλαδιά από τη συκιά, τρυφερά τα χαράζαμε και βγάλουν ένα υγρό γαλακτώδες. 
Τα ρίχναμε σε μπολ με λίγο νεράκι, να βγει όλο αυτό το γάλα της συκιάς.
Βάζαμε το γάλα στη φωτιά, περιμέναμε να κάψει και ρίχναμε μέσα το νεράκι με το συκόγαλο και πήζει. 
Γι’ αυτό το τυρί αυτό το λέγαμε συκομυζήθρα. 
Το βάζαμε σε τουλπάνι κανονικά όπως κάθε άλλο τυρί, να στραγγίσει. 
Ήταν νόστιμο αλλά πιο συμπαγές από το τυρί που γίνεται με πυτιά. 
Μετά, αν θέλαμε, το αλατίζαμε και το κάναμε όπως όλα τα τυριά"*.
Βέβαια η τέχνη αυτή δεν ήταν κάτι καινούργιο.
Στα "Γεωπονικά" που συγκεντρώθηκαν από τον Κασσιανό Βάσο με εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, γύρω στο 950 μ.Χ. όπου αναφέρεται: 
"Γάλα επί πυρός χλιαινόμενον και κλάδω συκής κινούμενον πήγνυται"** 
Αλλά και πριν ακόμη, τον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα ο Αθήναιος αναφέρει στους Δειπνοσοφιστές του, ένα έργο που μας δίνει πολλές πληροφορίες για τα ώς τότε γαστρονομικά ήθη. 
"Κι ο Ευριπίδης στον Κύκλωπα ονομάζει οπίαν τυρόν το δυνατό τυρί που πήζουν με συκόγαλο -οπόν"***
Ο κτηνοτρόφος Κύκλωπας που τον συνάντησε ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, πήζοντας τυρί με οπόν συκής -συκόγαλο, φαίνεται ότι ασκούσε μιαν ήδη διαδεδομένη πρακτική πράγμα που παρατηρούμε στην Ιλιάδα, σε μιαν ωραία παρομοίωση:
"Πώς με την πρώτη το συκόγαλο (οπός) το άσπρο γάλα πήζει, κι ας ειν’ αριό, κι ως το ανακάτωσες θωρείς το ευτύς πηγμένο όμοια γοργά κι αυτός τον γιάτρεψε τον αντρειωμένον Αρη"****
     Κατά τη δική μου γνώμη έτσι γίνεται ορατή μια γραμμή που ξεκινάει από πολύ παλιά και μεταφέρει μια γνώση, μια πληροφορία από τα βάθη των αιώνων σ’ ένα μικρό κορίτσι της Μεσσηνιακής υπαίθρου, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα που μόλις πέρασε. 
Ένα πεινασμένο παιδί οδηγημένο από μια πληροφορία που έχει καταγραφεί στο πολιτισμικό  του DNA, ασκεί μια πανάρχαιη τεχνική χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. 

Αυτό που με πρώτη ματιά μπορεί να ονομάσει κανείς ένστικτο δεν είναι παρά η εγγεγραμμένη ιστορία του πολιτισμού της κι αυτό κοντολογίς είναι η παράδοση.
Επανέρχομαι σ’ αυτήν την σημαντική έννοια που έχει πολύ κακοποιηθεί τελευταία και που παραμένει πάντα επίκαιρη και αναφέρομαι ειδικά στην γαστρονομία γιατί αυτή είναι που επανέρχεται διαρκώς ως θέμα τώρα που την… "ανακαλύπτουμε". 
Δεν έχουμε καμιά πρεμούρα για την παραδοσιακή ενδυματολογία -αλίμονο- αλλά ούτε και για τα κεντήματα ή τα υφαντά – θεός φυλάξοι!
Η λαϊκή αρχιτεκτονική λίγο μας συγκινεί αλλά κι αυτή παρουσιάζει χίλια δυο εμπόδια: πού να χτίζεις τώρα τέτοια πράγματα όταν στη στιγμή σκαρώνεις τρίπατο παλατάκι με τα μπετά του και τα αλουμίνια – πάντα με πρόσχημα το κόστος.
Το φαγητό όμως, ιδιαίτερα όταν γίνει μοδάτο, ε δεν χάλασε ο κόσμος, αφού τρελάναμε και τις αγελάδες και μας κυρίευσε ο φόβος και ο πανικός, θα δοκιμάσουμε μια γίδα. 
Αλλωστε θα την κάνουμε μενταγιόν και φιλετάκια κι αν η γιαγιά, η άξεστη τη μαγείρευε "γιαχνί με τ’ς αμανίτες" εμείς θα την κάνουμε μπρεζέ ως σαμπινιόν και θα είμαστε καλυμμένοι.
Πού βρίσκεται όμως το ζουμί, όχι της κατσίκας, της ιστορίας; 
Στο ότι δεν έχουμε πλαίσιο στο οποίο να εντάσσονται με φυσικό τρόπο τέτοιες δραστηριότητες μαγειρικές. 
Η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, τρέφεται από το παρελθόν και τροφοδοτεί το μέλλον, αλλά αλλάζει αργά και ενσωματώνει επιλεκτικά. 
Κυλάει μαζί με τη ζωή δηλαδή την ιστορία έτσι εξελίσσεται. 
Αυτό λοιπόν που λείπει είναι ο ζωτικός χώρος γύρω από τα πράγματα και είναι θλιβερό όταν διαπιστώνει κανείς ότι το μόνο "πλαίσιο" της παράδοσης που μας είναι γνωστό είναι αυτό που αντανακλά μια παλιότερη εποχή ενώ η "παράδοση" στο σήμερα χρειάζεται το δικό της σύγχρονο πλαίσιο ύπαρξης. 
Θα μου πείτε το αναζητούμε και η αναζήτηση χωράει πολλά στραβοπατήματα. 
Και αυτό σωστό είναι. 
Εχουμε όμως ελλείψεις στην υποδομή και χρειάζεται γενναιότητα για να το παραδεχόμαστε αυτό σε κάθε βήμα.
Σας υπενθυμίζω μιαν αποστροφή του λόγου του αείμνηστου ιστορικού, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, Νίκου Σβορώνου: 
"Η παράδοση ενώνει το χθες με το σήμερα, ενώ η συντήρηση μένει προσκολλημένη, δεν επιθυμεί να αλλάξει".
Συκομυζήθρα - πως την παρασκευάζουμε:
-. κόβουμε κλαδιά απο τη συκιά, τρυφερά τα χαράζουμε και βγάζουν ένα υγρό γαλακτώδες.
-. τα ρίχνουμε σε μπολ με λίγο νερό, να βγει όλο αυτό το γάλα της συκιάς.
-. βάζουμε το γάλα στη φωτιά και όταν κάψει ρίχνουμε μέσα το νερό με το συκόγαλο, και πήζει.
-. το τοποθετούμε σε τουλπάνι κανονικά όπως κάθε άλλο τυρί, να στραγγίσει.
-. είναι νόστιμο αλλά πιο συμπαγές από το τυρί που γίνεται με πυτιά.
-. αν θέλουμε μετά, το αλατίζουμε και το κάνουμε όπως όλα τα τυριά...ntina-thalia
Για δυνατές συζητήσεις…
Παξιμάδια, 
ψωμί, 
ωμά λαχανικά και τυριά, μαζί και λίγα φρούτα είναι ένα σπουδαίο γεύμα, ιδιαίτερα αν υπάρχει καλό κρασί. 
τυριά: 
-. φρέσκια ανάλατη μυζήθρα από εκλεκτή τυροκόμηση πρόβειου γάλακτος, μανούρες σε διαφορετικό βαθμό ωρίμανσης από τη Σίφνο. 
-. τσακώνικη σημουκουκήρα, μια σπάνια και δυσεύρετη λιχουδιά που προέρχεται από το καϊμάκι του γάλακτος το οποίο συγκεντρώνουν και μετά το χτυπούν για να βγει το βούτυρο. 
Ο,τι απομένει είναι η σημουκουκήρα, που δεν περιέχει κανένα άλλο υλικό, είναι υποκίτρινη και τρώγεται σκέτη ή με ψωμί. 
Η λέξη είναι τσακώνικη. 
Ενα γεύμα με τέτοιες λιχουδιές προσφέρεται για μεγάλη παρέα και δυνατές συζητήσεις.
Ξέρετε πόσα άχρηστα και παντελώς ανούσια πράγματα μπορεί κάποιος να παρακολουθεί νυχθημερόν τηλεόραση;
1. Εύης Βουτσινά «Γεύση ελληνική» Τόμος Δ’ με τίτλο «Παστά, καπνιστά, λιόκαυτα, ελιές, τουρσιά, τυριά, γαλακτερά» εκδ. Καστανιώτη.
2. Αθήναιου «Δειπνοσοφισταί XIV, 658 c, εκδ. Loeb.
3. K. Πορφυρογένητου «Γεωπονικά», Λειψία 1781.
4. Ιλιάδα Ε’ 902-904 μετάφρ. Καζαντζάκη – Κακριδή.
Σημείωση:
-. το άρθρο είναι από μια πολύ μεγάλη συλλογή που έχω καταχωρημένη στο αρχείο μου, με τίτλο "άρθρα που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον"...
είναι ένα άρθρο της Εύης Βουτσινά το οποίο είχε δημοσιευτεί στην καθημερινή στις 10.06.2001
-. είναι θέμα παιδείας η γεύση...
τι μαθαίνεις... 
όταν ήμασταν παιδιά, η μάνα μου έβαζε το ψάρι στο πιάτο ολωνών...
δεν μας το καθάριζε, αλλά δεν ήμασταν ηλίθια να φάμε τα κόκαλα...
δώστε σε ένα παιδί τώρα να καθαρίσει ένα ψάρι να το φάει... 
δεν έχει μάθει να το κάνει...είχε πει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξη στη lifo το 2013
botanologia.gr

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Οι πίτες του γαστρονομικού μας χάρτη

Πίτες - δεν νομίζω πως υπάρχει άτομα στη χώρα μας που να μην έχει δοκιμάσει, έστω και μία φορά στη ζωή του, κάποια από τις πάμπολλες πίτες που υπάρχουν στον γαστρονομικό μας χάρτη!
Και ναι, μπορούμε να κατατάξουμε τις πίτες στα αρτοσκευάσματα, διότι, σχεδόν όλες, έχουν στις βασικές τους πρώτες ύλες το αλεύρι.
Και ναι, είναι πολλές και πανάρχαιες.
Λαχανόπιτες με κάθε λογής άγρια λάχανα, που έρχονται σε μας από τα πανάρχαια χρόνια - "φτενές" και λαχταριστές, απλώνονταν στο χαλκωματένιο σινί, το μεγάλο ρηχό στρογγυλό ταψί, και ψήνονταν στο φούρνο ή στη γάστρα, αφού πρώτα σκέπαζαν το σινί  με σιδερένιο θολωτό καπάκι, πάνω στην στιβαρή πυροστιά, που κάτω της έκαιγαν χωνεμένα κάρβουνα,  και αργότερα, πολύ αργότερα, όταν καταργήθηκαν οι γάστρες, στις ξυλόσομπες/ στις περίφημες μασίνες.
-. μπαμπανέτσα,
-. μαμαλίγκα,
-. μπλατσάρα, και οι τρεις λαχανόπιτες με μπομπότα χυλό
-. ζυμαρόπιτα
-. κασόπιτα
-. μυτζιθρόπιτα
-. τσιτσανόπιτα*, ή "πίτες γυμνές", πίτες φτιαγμένες με το "τίποτα", λίγο αλεύρι, λίγο αλάτι, 
ένα δυό αυγά, 
λίγη φέτα ή μυτζήθρα 
λάδι, - όπως κάπου, κάποτε μου είχε πει μια εκατόχρονη αρχόντισα βουνίσια - πίτες που γεννήθηκαν λες από τον ίδιο τον πυρήνα της ανάγκης, από τη χρεία να "φτουρήσει" το λίγο, να αβγατίσει το ελάχιστο, όπως κάπου είχε πει, σε χρόνους περασμένους, η έφη βουτσινά
Πίτες και ήταν φαΐ,
ήταν προσφάι, 
ήταν γιορτή, 
ήταν η τέχνη, η ευρηματικότητα των γυναικών μιας αλλοτινής εποχής, κάθε φορά που ήθελαν να ταΐσουν δικούς και ξένους και δεν είχαν "τίποτα", που όμως, χωρίς να το ξέρουν, είχαν τα πάντα.
-. τυρόπιτες παντός είδους, "φτενές", 
"παχιές",
"γυμνές",
με αλεύρι στάρινο,
με καλαμποκάλευρο,
με τυρί φέτα, 
με μαλακό ανάλατο και φρεσκοπηγμένο τυρί, 
με τυρόγαλο,, 
με ξινόγαλο, 
με αυγά,
με  χωρίς αυγά, 
με τραχανά, 
με πληγούρι,
με φύλλα,
χωρίς φύλλα, 
με χυλό, 
με γάλα,
με χωρίς γάλα, 
με γιαούρτη,
με βούτυρο ή 
με ελαιόλαδο
-. κολοκυθόπιτες
-. μανιταρόπιτες
-. μελιτζανόπιτες
-. τσουκνιδόπιτες
-. μαραθόπιτες
-. σαρικόπιτες
-. πρασόπιτες
-. σπανακόπιτες
-. τραχανόπιτες.
Άλλη μια κατηγορία, που σε κάποιο από τα βιβλία της, μας τις έχει περιγράψει και η εύη βουτσινά είναι οι "στεγνόπιτες". 
Εκείνα τα χρόνια σε πολύ ορεινά χωριά που τον χειμώνα σκεπάζονταν από χιόνι,για μεγάλα διαστήματα, συνήθιζαν να μαζεύουν τα χόρτα της άνοιξης και να τα στεγνώνουν στον αέρα.
Τα διατηρούν σε πάνινες "αρμυρωμένες" τσάντες, τσάντες που τις είχαν βουτήξει σε άρμη για να μην πηγαίνουν έντομα. 
Τα λάχανα αυτά πριν τα χρησιμοποιήσουν τα μούλιαζαν στο νερό για να τα "συνεφέρουν" και έφτιαχναν τις λαχανόπιτες του χειμώνα. 
Είχανε όμως και τις γιορτινές πίτες, 
-. κοτόπιτες και
-. γιορτινές κρεατόπιτες.
Πίτες πλούσιες  με τα εκλεκτότερα υλικά που μπορούσε να είχε κάθε σπιτικό - τυρί μπόλικο, αλλά και μπόλικα αυγά, που τα μάζευαν μέρες από το κοτέτσι. 
Και βασιλόπιτα, η πιο σπουδαία,
αυτή που σερβίριζαν την Πρωτοχρονιά, αλλά και
-. γαλατόπιτες - οι πολυαγαπημένες των περισσότερων παιδιών και όχι μόνο! 
-. μηλόπιτες
-. πορτοκαλόπιτες
-. φανουρόπιτες, 
-. καρυδόπιτες
Και τώρα μία από τις "γυμνόπιτές" μου ή πιο εύκολη, αλλά πεντανόστιμη
Υλικά για ταψί 38 - 40 εκ.
1/2 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις
200gr ελαιόλαδο
500ml φρέσκο γάλα, πλήρες
200gr γιαούρτη σακούλας πρόβειο
400-500gr φέτα, θρυμματισμένη
5 αυγά, πολύ καλά χτυπημένα
αλάτι, 
πιπέρι 
Και
Σε βαθύ μπολ ανακατεύω το αλεύρι με το αλάτι, 
το πιπέρι, 
τα αυγά, 
το μισό λάδι, 
το γάλα και τη γιαούρτη και
έχω ένα χυλό πηχτό, αν είναι σφιχτός, αραιώνω με λίγο νερό,
προσθέτω στον χυλό το τυρί μου
Προθερμαίνω το φούρνο στους 180°C, 
λαδώνω το ταψί και το βάζω στον φούρνο να κάψει καλά, και αυτό για να μην κολλήσει η πίτα μου και να ροδίσει ωραία από κάτω.
Αδειάζω το χυλό στο καυτό ταψί και περιχύνω με το υπόλοιπο λάδι.
Ψήνω την πίτα για περίπου 40-45 λεπτά ή μέχρι να ροδίσει.
Τη σερβίρω χλιαρή ή σε θερμοκρασία δωματίου.

*τσιτσανόπιτα είναι μια "γυμνή" πίτα που τη βρίσκουμε με το όνομα αυτό στη Βόρεια Εύβοια.
Και γιατί τσιτσανόπιτα;
Γιατί σε πολλές περιοχές της Βόρειας Εύβοιας "τσιτσάνικος" είναι ο γυμνός.
κείμενο και επιμέλεια κειμένου:thalia-botanologia.gr