Αναπτύσσεται σε δρόμους,
σε σκουπιδότοπους,
σε ξηρό,
βραχώδες έδαφος,
θα την δούμε διάσπαρτη σε λιβάδια,
σε χέρσα καλλιεργούμενα χωράφια αλλά επίσης εμφανίζεται σε αμμώδεις παραλίες.
Έχει ισχυρό όρθιο, αυλακωτό, διακλαδιζόμενο, βλαστό με χρώμα ανοικτό-πράσινο, με ύψος από 30 εκατοστά έως και ένα μέτρο.
Ως μελισσοκομικό φυτό, οι μέλισσες το αγαπάνε πολύ και παίρνουν κυρίως γύρη από το άνθος.
Τα άνθη της ρεζεντάς είναι πολύ αρωματικά και χρησιμεύουν σε ανθοδέσμες και διακοσμήσεις, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά στην παρασκευή αρωμάτων.
Στη βικτωριανή Αγγλία ήταν πολύ συνηθισμένο να καλλιεργείται σε γλάστρες και ζαρντινιέρες παραθύρου για να αρωματίζει τον αέρα των πόλεων.
Επίσης η ρεζεντά είχε κατά την αρχαία ρωμαϊκή εποχή και ιατρικές χρήσεις, ως ηρεμιστικό και για την περιποίηση εκδορών.
Το υπέργειο τμήμα του φυτού στην λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό, καταπραϋντικό,
χαλαρωτικό,
διουρητικό και εφιδρωτικό.
Σήμερα η θεραπευτική της χρήση είναι περιορισμένη, ωστόσο η τριμμένη ρίζα της αποτελεί κοινό αρωματικό στην βιομηχανία τροφίμων καθώς και ως βαφή κίτρινου χρώματος.
Η κίτρινη βαφή εξαγόταν από τις ρίζες του είδους Reseda luteola ήδη από το 1000 π.Χ. περίπου, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ειδικά στην Ελλάδα, από αρχαιοτάτων χρόνων η βαφή της ρεζεντά ήταν η πιο φημισμένη, στην δε Κέρκυρα ακόμα και το ίδιο το φυτό, η Reseda luteola αποκαλείται "άγρια βαφή".
Ο Κάρολος Δαρβίνος χρησιμοποίησε το είδος Reseda odorata στις μελέτες του για τα αυτογονιμοποιούμενα φυτά, κάτι το οποίο κατέγραψε στο έργο του The Effects of Cross and Self-Fertilisation in the Vegetable Kingdom (1876).
Ο δε αστεροειδής 1081 Reseda/ρεζεντά, που ανακαλύφθηκε το 1927, πήρε το όνομά του από το φυτό αυτό.
τη Reseda jacquinii,
τη Reseda odorata.
τη Reseda arabica,
τη Reseda tymphaea και τη Reseda lutea.
floracreta